- κάγκελος
- κάγκελοςcancellimasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάγκελος — και κάγκελλος, ὁ (AM) μσν. κιγκλιδωτό κλουβί για θηρία αρχ. κιγκλίδωμα αφετηρίας σε ιπποδρόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάγκελο] … Dictionary of Greek
κάγκελοι — κάγκελος cancelli masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκέλου — κάγκελον cancelli neut gen sg κάγκελος cancelli masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκέλων — κάγκελον cancelli neut gen pl κάγκελος cancelli masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκέλῳ — κάγκελον cancelli neut dat sg κάγκελος cancelli masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκελον — cancelli neut nom/voc/acc sg κάγκελος cancelli masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)